πρωτεΐνη

πρωτεΐνη
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πρωτεΐνες
εξαιρετικά πολύπλοκες ενώσεις που υπάρχουν σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και οι οποίες έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, ενώ υπεισέρχονται άμεσα στις θεμελιώδεις για τη ζωή χημικές διεργασίες
2. φρ. α) «ακυκλο-ακυλοφέρουσα πρωτεΐνη»
(βιοχ.) ονομασία που αναφέρεται στα ακυλιωμένα παράγωγα τής ακυλοφέρουσας πρωτεΐνης τα οποία σχηματίζονται ενδιαμέσως κατά τη βιοσύνθεση τών λιπαρών οξέων
β) «ακυλοφέρουσα πρωτεΐνη»
(βιοχ.) πρωτεϊνικός φορέας ακυλομάδων μικρού μοριακού βάρους η οποία μπορεί να δημιουργεί συμπλέγματα με τα άλλα 6 ένζυμα που χρειάζονται για την πλήρη σύνθεση τού παλμιτικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protein < αρχ. πρώτειος (< πρῶτος) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτεΐνη — η αζωτούχα οργανική ένωση βασική για τη δομή και τη δραστηριότητα των ζωντανών οργανισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… …   Dictionary of Greek

  • λακταλβουμίνη — Πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα και ανήκει στην ομάδα των αλβουμινών. Όπως και οι άλλες αλβουμίνες είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, δεν καταβυθίζεται από χλωριούχο νάτριο και άλλα αραιά ουδέτερα διαλύματα αλάτων, αλλά μετουσιώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνη — Πρωτεΐνη. Βλ. λ. πρωτεΐνες· ακτομυοσίνη· μυς …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊνικός — ή, ό, Ν [πρωτεΐνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο») 2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία» (βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”